- γεωχαρής
- γεω-χαρής, sich der Erde freuend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
γεωχαρής — ές (AM γεωχαρής, ές) (για φυτά) εκείνος τού οποίου οι βλαστοί αναπτύσσονται έρποντας πάνω στο χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω (< γη) + χαρής (< *χάρος) < χαίρω (πρβλ. επιχαρής, περιχαρής) … Dictionary of Greek
γεωχαρῆ — γεωχαρής fond of the earth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γεωχαρής fond of the earth masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γεωχαρής fond of the earth masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωχαρές — γεωχαρής fond of the earth masc/fem voc sg γεωχαρής fond of the earth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωχαροῦς — γεωχαρής fond of the earth masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek